Το παιδί διαθέτει ένα εύπλαστο αυτί, ικανό ν’αφομοιώσει οποιοδήποτε σύνολο ήχων όπως αυτό της μητρικής του γλώσσας ή και εκείνο μιας ξένης γλώσσας. Έτσι, για να μιλήσει ένα μικρό παιδί τη μητρική του γλώσσα δεν μαθαίνει γραμματική ή λεξιλόγιο, απλώς παίζει με τους ήχους που βγαίνουν από το στόμα του. Οι κρυφές σημασίες των λέξεων σιγά σιγά αποκαλύπτονται. Το ηχητικό παιχνίδι γίνεται μέσο επικοινωνίας και η ομιλία γεννιέται!
Για να μάθει κανείς μια ξένη γλώσσα, θα πρέπει να την αφουγκράζεται ξανά και ξανά μέχρι να μάθει να την ακούει. Για να τη μάθει καλά πρέπει να την ακούει σωστά. Έτσι, το χάρισμα των γλωσσών δεν είναι παρά το χάρισμα της ακοής. Τα μικρά παιδιά μπορούν να μάθουν πολλές γλώσσες συγχρόνως με την προϋπόθεση το μήνυμα να εκφέρεται με τέλειο τρόπο, δηλαδή να περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά της γλώσσας που θέλουμε ν’αφομοιώσει δηλαδή : τη μουσικότητα, τους τονισμούς, τα φωνήματα, τη φρασεολογία της. Για όλους αυτούς τους λόγους πρέπει να την ακούσουν «αυθεντικά» από κάποιον που έχει αυτή τη γλώσσα ως μητρική!
Επειδή η αυθόρμητη μάθηση –δηλαδή να μαθαίνει κανείς χωρίς να το συνειδητοποιεί- είναι ο καλύτερος τρόπος να μάθει κάποιος μια γλώσσα, το καλύτερο που έχουν να κάνουν οι γονείς ώστε να προετοιμάσουν τα παιδιά τους για την απόκτηση μιας καινούργιας γλώσσας, είναι να τους βρουν φίλους που μιλούν τέλεια αυτή τη γλώσσα ή μια κοπέλα που πιθανά παίζει μαζί τους μιλώντας στη μητρική της γλώσσα.
Μια άλλη ειδική περίπτωση που απαιτεί προσεκτικό χειρισμό είναι όταν οι δύο γονείς έχουν μητρική γλώσσα διαφορετική από τη γλώσσα της χώρας που τους φιλοξενεί ή ακόμα έχουν και διαφορετική μητρική γλώσσα μεταξύ τους. Στην περίπτωση αυτή, κάθε γονέας πρέπει να απευθύνεται στο παιδί του στη δική του μητρική γλώσσα ώστε το παιδί να την ακούει τέλεια. Έτσι το παιδί γρήγορα θα γίνει δίγλωσσο ή και τρίγλωσσο όταν πάει στο σχολείο!
Χριστίνα Λαμπριανίδου